κρούπεζαι

κρούπεζαι
κρούπεζαι
Grammatical information: f. pl. (-ζα sg.)
Meaning: `wooden shoes to press olives or to indicate the dance-rhythm' (Paus. Gr., Poll., Phot.).
Other forms: Byforms: κρούπαλα (S. Fr. 44; cf. e.g. κρόταλα), κρούπανα (H., after instrument names in -ανον), -πετα (H.; example?).
Compounds: κρουπεζο-φόροι pl. name of the Boeotians (Cratin.).
Derivatives: Dimin. κρουπέζια pl. (Poll., H.) and κρουπεζούμενος `provided with κ.' (H.). -
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Governing compound, equal to the expression τὸν πόδα (τῳ̃ ποδὶ) κρούειν `bump your foot, stamp with the foot'; 2. member after ἀργυρό-πεζα a. o. - The byforms (replaced by more understandable forms: folketym.?) suggest some other origin than a compound with -πεδ-; we have κρου-παν\/λ-, -πεT-.
Page in Frisk: 2,27

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρούπεζαι — κρούπεζαι, αἱ (Α) 1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών 2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» …   Dictionary of Greek

  • κρουπέζιον — κρουπέζιον, τὸ (Α) [κρούπεζαι] υποκορ. τού κρούπεζαι* …   Dictionary of Greek

  • κρούπαλα — κρούπαλα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι*, (αἱ), με επίθημα αλον/αλα (πρβλ. κρότ αλα)] …   Dictionary of Greek

  • κρούπετα — κρούπετα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι (αἱ), του οποίου το επίθημα είναι ανερμήνευτο] …   Dictionary of Greek

  • κρουπεζοφόρος — κρουπεζοφόρος, ον (Α) (για τους Βοιωτούς) αυτός που φορούσε ξύλινα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούπεζαι (αἱ) + φόρος (< φέρω] …   Dictionary of Greek

  • κρουπεζούμαι — κρουπεζοῡμαι, όομαι (Α) [κρούπεζαι] φορώ ξύλινα υποδήματα …   Dictionary of Greek

  • κρούπανο — το (Α κρούπανον) ψηλό ξύλινο παπούτσι, τσόκαρο («κρούπανα ξύλινα υποδήματα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι* (αἱ) με επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον, όργ ανον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”